διαφόρηση

διαφόρηση
η (Α διαφόρησις)
1. διασπορά, σκόρπισμα
2. άφθονη εφίδρωση
αρχ.
1. αρπαγή, κλέψιμο
2. εξάτμιση, διάλυση
3. εξάντληση
4. αμφιβολία, ενδοιασμός, αμηχανία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διαφορήσῃ — διαφορήσηι , διαφόρησις plundering fem dat sg (epic) διαφορέω spread abroad aor subj mid 2nd sg διαφορέω spread abroad aor subj act 3rd sg διαφορέω spread abroad fut ind mid 2nd sg διαφορέω spread abroad aor subj mid 2nd sg διαφορέω spread abroad …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφορητικός — ή, ό (Α διαφορητικός, ή, όν) αυτός που προκαλεί διαφόρηση*, εφίδρωση αρχ. 1. αυτός που διασκορπίζει («δύναμις διαφορητικὴ οἰδημάτων», Διοσκουρίδης) 2. αυτός που έχει εφίδρωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”